εξοχώτατος

εξοχώτατος
ο , εξοχώτάτη η превосходительство (при обращении)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εξοχώτατος" в других словарях:

  • ἐξοχώτατος — ἔξοχος standing out masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EXUPERATOR omnium Gentium — in Nummo Constantis Imp. ab exsuperando, h. e. superando et subiugando Latinis. Hinc Commodus Exsuperatorius dici amavit, ὑπεραιρων apud Dionem, et Decembrem eodem nomine insignivit: utpote hoc epitheto unice gaudens, ut idem testatur, vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… …   Dictionary of Greek

  • υπέρλαμπρος — η, ο / ὑπέρλαμπρος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.) αρχ. 1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος 2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.) 3. (για ήχο) πολύ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»